Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
offense ΟΥΣ αμερικ
offense → offence
offence βρετ, offense αμερικ [βρετ əˈfɛns, αμερικ əˈfɛns] ΟΥΣ
1. offence ΝΟΜ:
2. offence (insult):
5. offence αμερικ ΑΘΛ:
στο λεξικό PONS
offense [əˈfens] ΟΥΣ αμερικ
offense → offence
offence [əˈfents] ΟΥΣ
2. offence no πλ (upset feelings):
offense [ə·ˈfen(t)s] ΟΥΣ
2. offense (upset feelings):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sum
- sumac
- sumach
- Sumatra
- summa cum laude
- summary offense
- summat
- summation
- summer
- Summer Bank Holiday
- summer camp