Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
self <pl selves> [βρετ sɛlf, αμερικ sɛlf] ΟΥΣ
1. self (gen) ΨΥΧ:
regulatory [βρετ ˈrɛɡjʊlət(ə)ri, ˌrɛɡjʊˈleɪt(ə)ri, αμερικ ˈrɛɡjələˌtɔri] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
regulatory [ˌregjʊˈleɪtrɪ, αμερικ ˈregjəleɪtɔ:rɪ] ΕΠΊΘ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.