Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
security [βρετ sɪˈkjʊərɪti, sɪˈkjɔːrɪti, αμερικ səˈkjʊrədi] ΟΥΣ
1. security (safe state or feeling):
2. security (measures):
4. security (guarantee):
I. national [βρετ ˈnaʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˈnæʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
II. national [βρετ ˈnaʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˈnæʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. national (concerning country):
στο λεξικό PONS
security <-ties> [sɪˈkjʊərəti, αμερικ ˈkjʊrət̬i] ΟΥΣ
4. security ενικ (payment guarantee):
5. security πλ (investments):
II. national [ˈnæʃənəl] ΟΥΣ πλ
security <-ies> [sɪ·ˈkjʊr·ə·t̬i] ΟΥΣ
II. national [ˈnæʃ· ə n· ə l] ΟΥΣ πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.