Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πετώ , πατ , σετ , πετσί , πετριά , ποτό , πίτα , πατώ , ποτέ , πότε , τζετ , περί , πεζή και πέτο

I . πετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [pɛˈtɔ] VERB μεταβ

2. πετώ (ρίχνω στα σκουπίδια):

II . πετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [pɛˈtɔ] VERB αμετάβ (βρίσκομαι στον αέρα)

III . πετάγομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. πετάγομαι (να πω κάτι):

3. πετάγομαι (πάω γρήγορα):

σετ [sɛt] SUBST ουδ αμετάβλ

1. σετ (προϊόντων):

Set ουδ

2. σετ ΑΘΛ (στο τένις):

Satz αρσ

πατ [pat] SUBST ουδ αμετάβλ (στο σκάκι)

Patt ουδ

πετσί [pɛˈtsi] SUBST ουδ

2. πετσί (επεξεργασμένο):

Leder ουδ

πέτο [ˈpɛtɔ] SUBST ουδ

Revers ουδ

πεζή [pɛˈzi] ΕΠΊΡΡ

II . περί [pɛˈri] PREP +αιτ

1. περί (τριγύρω):

seine Anhänger αρσ πλ

τζετ [dzɛt] SUBST ουδ αμετάβλ

ποτό [pɔˈtɔ] SUBST ουδ

πετριά [pɛtriˈa] SUBST θηλ

1. πετριά (ρίξιμο πέτρας):

Steinwurf αρσ

2. πετριά μτφ (μπηχτή):

Seitenhieb αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский