Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεθύσι , μέθυσος , μεθώ , μεθυστικός και μεθυσμένος

μεθύσι [mɛˈθisi] SUBST ουδ

2. μεθύσι μτφ (ηδονική ζάλη):

Rausch αρσ

μέθυσος [ˈmɛθisɔs] SUBST mf

Trinker(in) αρσ (θηλ)

μεθυσμέν|ος <-η, -ο> [mɛθizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. μεθυσμένος (από ποτό):

μεθυστικ|ός <-ή, -ό> [mɛθistiˈkɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

I . μεθ|ώ <-άς, -υσα, -υσμένος> [mɛˈθɔ] VERB μεταβ

2. μεθώ (προκαλώ ηδονικό αίσθημα):

II . μεθ|ώ <-άς, -υσα, -υσμένος> [mɛˈθɔ] VERB αμετάβ (με ποτά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский