Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μεθ|ώ <-άς, -υσα, -υσμένος> [mɛˈθɔ] VERB μεταβ

2. μεθώ (προκαλώ ηδονικό αίσθημα):

μεθώ

II . μεθ|ώ <-άς, -υσα, -υσμένος> [mɛˈθɔ] VERB αμετάβ (με ποτά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский