Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πίτα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πίτα [ˈpita] SUBST θηλ

1. πίτα (άζυμο ψωμί):

πίτα
Fladen αρσ
πίτα
Fladenbrot ουδ
κάνω κάτι πίτα
είμαι πίτα οικ (μεθυσμένος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский