Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σβήνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σβή|νω <-σα, -σμένος> [ˈzvinɔ] VERB μεταβ

1. σβήνω (φωτιά, δίψα):

σβήνω

2. σβήνω (κερί, μηχανή αυτοκινήτου):

σβήνω

3. σβήνω (ηλεκτρική συσκευή, φως):

σβήνω

4. σβήνω (διαγράφω):

σβήνω

5. σβήνω (με γομολάστιχα):

σβήνω

II . σβή|νω <-σα, -σμένος> [ˈzvinɔ] VERB αμετάβ

1. σβήνω (φωτιά):

σβήνω

2. σβήνω (ράδιο, φως):

σβήνω

3. σβήνω μτφ (χάνομαι σιγά σιγά):

σβήνω

Παραδειγματικές φράσεις με σβήνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский