Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πετσί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πετσί [pɛˈtsi] SUBST ουδ

2. πετσί (επεξεργασμένο):

πετσί
Leder ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский