Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πετυχημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πετυχημέν|ος <-η, -ο> [pɛtiçiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πετυχημένος (άνθρωπος):

πετυχημένος

2. πετυχημένος (περιγραφή, διακόσμηση κτλ):

πετυχημένος

3. πετυχημένος (απάντηση, παρατήρηση):

πετυχημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский