Ελληνικά » Γερμανικά

πετσοκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [pɛtsɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ

πετσοκόβω
πετσοκόβω - Eintrag πετρσο- falsch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский