Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πετρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πετρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pɛˈtrɔnɔ] VERB μεταβ (μεταβάλλω σε πέτρα)

πετρώνω

II . πετρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pɛˈtrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. πετρώνω (μεταβάλλομαι σε πέτρα):

πετρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский