Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: sprach , prall , Sprache και Pracht

sprach [ʃpraːx]

sprach απλ παρελθ von sprechen

Βλέπε και: sprechen

III . sprechen <spricht, sprach, gesprochen> [ˈʃprɛçən] VERB αυτοπ ρήμα

Pracht <-> [praxt] SUBST θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский