Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεμάτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεμάτ|ος <-η, -ο> [jɛˈmatɔs] ΕΠΊΘ

2. γεμάτος (όπλο):

γεμάτος

Παραδειγματικές φράσεις με γεμάτος

γεμάτος ζήλο
γεμάτος κακία
γεμάτος έχθρα
είναι γεμάτος ζωή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский