Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουβεντιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουβεντιά|ζω <-σα> [kuvɛnˈdjazɔ] VERB αμετάβ

κουβεντιάζω με κάποιον για κάτι

II . κουβεντιά|ζω <-σα> [kuvɛnˈdjazɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με κουβεντιάζω

κουβεντιάζω με τ' άστρα
κουβεντιάζω με κάποιον για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский