Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιοπύρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιοπύρι [ʎɔˈpiri] SUBST ουδ

λιοπύρι
Mordshitze θηλ
κάνει λιοπύρι σήμερα
μες στο λιοπύρι

Παραδειγματικές φράσεις με λιοπύρι

κάνει λιοπύρι σήμερα
μες στο λιοπύρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский