Ελληνικά » Γερμανικά

I . φέρ|νω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ

2. φέρνω (πηγαίνω και γυρίζω):

φέρνω

3. φέρνω (φτάνω με κάποιο δώρο):

φέρνω

4. φέρνω (πηγαίνω κάτι κάπου):

φέρνω
φέρνω στο φως

5. φέρνω (προκαλώ):

φέρνω

6. φέρνω (αποφέρω):

φέρνω

II . φέρομαι o φέρνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. φέρομαι o φέρνομαι (συμπεριφέρομαι):

2. φέρομαι o φέρνομαι (λέγομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский