Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Catering , Läuterung , lautwerden , lautlich , Lautenist , lautmalerisch , lautgetreu και Lauterkeit

Catering [ˈkeːtərɪŋ] ΟΥΣ ουδ

Lautenist(in) <-en, -en> [laʊtəˈnɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ, Lautenspieler (in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)

luthiste αρσ θηλ

I . lautlich ΕΠΊΘ

II . lautlich ΕΠΊΡΡ

I . lautmalerisch ΕΠΊΘ

II . lautmalerisch ΕΠΊΡΡ

Lauterkeit <-; χωρίς πλ> ΟΥΣ θηλ τυπικ

1. Lauterkeit:

probité θηλ τυπικ

2. Lauterkeit ΝΟΜ:

loyauté θηλ

I . lautgetreu ΕΠΊΘ

II . lautgetreu ΕΠΊΡΡ

Läuterung θηλ ΘΡΗΣΚ τυπικ
purification θηλ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina