Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bénéficier , bénéficiaire , bénédicité και bénéfice

II . bénéficiaire [benefisjɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ

2. bénéficiaire ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Remittent(in) αρσ (θηλ)
Wechselnehmer(in) αρσ (θηλ) ειδικ ορολ

bénéfice [benefis] ΟΥΣ αρσ

1. bénéfice ΕΜΠΌΡ:

Profit αρσ
Gewinn αρσ
Handels-/Buchgewinn
Gewerbeertrag αρσ

2. bénéfice (avantage):

Vorteil αρσ
Nutzen αρσ

3. bénéfice ΝΟΜ:

Drittbegünstigung θηλ ειδικ ορολ
Vorausklage θηλ ειδικ ορολ

bénédicité [benedisite] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina