effectif (-ive) [efɛktif, -iv] ΕΠΊΘ
1. effectif:
-
effectif (-ive) aide
-
effectif (-ive) pouvoir
-
effectif (-ive) travail
-
capital effectif
-
Aktivkapital ουδ
-
Nutzleistung θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.