I.fat [βρετ fat, αμερικ fæt] ΟΥΣ
1. fat (in diet):
3. fat (for cooking):
- graisse θηλ
4. fat (in body):
- graisse θηλ
II.fat [βρετ fat, αμερικ fæt] ΕΠΊΘ
1. fat:
2. fat (full, swollen):
- moelleux/-euse
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.