beating στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για beating στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

1. beat (strike aggressively) person:

2. beat (strike with tool, fist):

beat the meat with a mallet ΜΑΓΕΙΡ

9. beat (arrive earlier):

10. beat ΑΘΛ (outdo):

I.beat about ΡΉΜΑ [biːt -] αμερικ ΡΉΜΑ [biːt -] βρετ (beat [sth] about, beat about [sth])

Μεταφράσεις για beating στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

beating στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για beating στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για beating στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

beating Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

if you can't beat them, join them παροιμ
a good beating
to give sb a beating
to take a beating
to give sb a good beating

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski