στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. specifico <πλ specifici, specifiche> [speˈtʃifiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. specifico (peculiare):
2. specifico (particolare):
3. specifico ΦΥΣ:


στο λεξικό PONS


specifico (-a) <-ci, -che> [spe·ˈtʃi:·fi·ko] ΕΠΊΘ
1. specifico (particolare):
- specifico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.