στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
equilibrio <πλ equilibri> [ekwiˈlibrjo, bri] ΟΥΣ αρσ
1. equilibrio (posizione stabile):
- equilibrio
-
- equilibrio
-
2. equilibrio (accordo, armonia):
3. equilibrio (salute mentale):
4. equilibrio:
- equilibrio ΧΗΜ, ΦΥΣ, ΜΗΧΑΝΙΚΉ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.