στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. armato [arˈmato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
armato → armare
II. armato [arˈmato] ΕΠΊΘ
1. armato (munito di armi):
2. armato (dotato):
3. armato ΟΙΚΟΔ:
I. armare [arˈmare] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
armato (-a) ΕΠΊΘ
3. armato arch (rinforzato):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.