Oxford Spanish Dictionary
vecino1 (vecina) ΕΠΊΘ
1.1. vecino (contiguo):
1.2. vecino (cercano):
vecino2 (vecina) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. vecino (habitante, residente):
2. vecino (persona que vive cerca):
στο λεξικό PONS
I. vecino (-a) ΕΠΊΘ
I. vecino (-a) [be·ˈsi·no, -a; be·ˈθi-] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.