Oxford Spanish Dictionary
I. resident [αμερικ ˈrɛz(ə)dənt, βρετ ˈrɛzɪd(ə)nt] ΟΥΣ
1. resident (in country):
- resident
- residente αρσ θηλ
2. resident (inhabitant):
II. resident [αμερικ ˈrɛz(ə)dənt, βρετ ˈrɛzɪd(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. resident (in country) pred:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.