Oxford Spanish Dictionary
músico (música) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
música2 ΟΥΣ θηλ
1. música ΜΟΥΣ:
moderno1 (moderna) ΕΠΊΘ
1. moderno (actual):
2. moderno (a la moda):
στο λεξικό PONS
música ΟΥΣ θηλ
1. música:
músico (-a) [ˈmu·si·ko, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
música [ˈmu·si·ka] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.