Oxford Spanish Dictionary
fijo1 (fija) ΕΠΊΘ
1. fijo (no movible):
2.1. fijo (no sujeto a cambios):
fijo2 ΕΠΊΡΡ οικ
στο λεξικό PONS
I. fijo (-a) ΕΠΊΘ
I. fijo (-a) [ˈfi·xo, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.