Oxford Spanish Dictionary
doloroso (dolorosa) ΕΠΊΘ
1. doloroso tratamiento/enfermedad:
2. doloroso:
στο λεξικό PONS
doloroso (-a) ΕΠΊΘ
2. doloroso (lamentable):
- doloroso (-a)
-
doloroso (-a) [do·lo·ˈro·so, -a] ΕΠΊΘ
2. doloroso (lamentable):
- doloroso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.