Oxford Spanish Dictionary
doloso (dolosa) ΕΠΊΘ
1. doloso acto/delito:
- doloso (dolosa)
-
2. doloso Μεξ οικ (travieso):
- doloso (dolosa)
-
-
- doloso
στο λεξικό PONS
doloso (-a) ΕΠΊΘ
- doloso (-a)
-
doloso (-a) [do·ˈlo·so, -a] ΕΠΊΘ
- doloso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.