Oxford Spanish Dictionary
grievous [αμερικ ˈɡrivəs, βρετ ˈɡriːvəs] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
στο λεξικό PONS
grievous [ˈgri·vəs] ΕΠΊΘ τυπικ
1. grievous (causing grief):
- grievous news
-
grievous bodily harm ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.