Oxford Spanish Dictionary
painful [αμερικ ˈpeɪnfəl, βρετ ˈpeɪnfʊl, ˈpeɪnf(ə)l] ΕΠΊΘ
2. painful (mentally):
- agonizingly painful
-
- it's excruciatingly painful
-
- it's excruciatingly painful
-
- acutely painful/embarrassing
-
στο λεξικό PONS
painful [ˈpeɪnfəl] ΕΠΊΘ
2. painful (emotionally upsetting):
- painful
- angustioso, -a
3. painful (embarrassing):
- painful
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.