στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
painful [βρετ ˈpeɪnfʊl, ˈpeɪnf(ə)l, αμερικ ˈpeɪnfəl] ΕΠΊΘ
1. painful:
2. painful (laborious):
- painful progress, task
-
3. painful (bad) οικ:
- painful display, performance
-
- intolerably painful, possessive, long
-
- excruciatingly painful
-
στο λεξικό PONS
painful [ˈpeɪn·fəl] ΕΠΊΘ
3. painful (embarrassing):
- painful
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.