intollerabilmente [intollerabilˈmente] ΕΠΊΡΡ
- intollerabilmente
-
- intollerabilmente
-
-
- intollerabilmente
- intolerably painful, possessive, long
- intollerabilmente
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.