Stille <-; χωρίς πλ> [ˈʃtɪlə] ΟΥΣ θηλ
1. Stille (Lautlosigkeit):
I. still [ʃtɪl] ΕΠΊΘ
1. still (ruhig, bedächtig):
3. still (beschaulich, verschwiegen):
- still Leben, Tag, Straße, Gegend
-
4. still (heimlich, diskret):
II. still [ʃtɪl] ΕΠΊΡΡ
2. still (bewegungslos):
3. still (heimlich):
Still-BH ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.