I. gerade [gəˈraːdə] ΕΠΊΘ
II. gerade [gəˈraːdə] ΕΠΊΡΡ
1. gerade (aufrecht, nicht krumm):
2. gerade (im Augenblick, soeben):
4. gerade (genau):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.