tau·send·jäh·rig, 1000-jährig [ˈtauzn̩tjɛ:rɪç] ΕΠΊΘ
1. tausendjährig (Alter):
2. tausendjährig (Zeitspanne):
Reich <-[e]s, -e> [raiç] ΟΥΣ ουδ
1. Reich (Imperium):
acht·jäh·rig, 8-jäh·rig [ˈaxtjɛ:rɪç] ΕΠΊΘ
1. achtjährig (Alter):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.