στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rente ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Rente (Altersversorgung)
-
- Rente (Altersversorgung)
-
ökonomische Rente phrase ΚΡΆΤΟς
- ökonomische Rente
-
ewige Rente phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- ewige Rente
-
dynamische Rente phrase ΑΣΦΆΛ
- dynamische Rente
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.