I. haus·hoch [ˈhaushox] ΕΠΊΘ
1. haushoch ευφημ (sehr hoch):
II. haus·hoch [ˈhaushox] ΕΠΊΡΡ (eindeutig)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.