στο λεξικό PONS
An·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
2. Anlage ΟΙΚΟΔ (das Errichten):
4. Anlage:
5. Anlage ΤΕΧΝΟΛ, ΤΗΛ, ΜΟΥΣ:
6. Anlage ΤΕΧΝΟΛ (technische Vorrichtung):
7. Anlage ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Kapital):
9. Anlage meist πλ (Veranlagung):
10. Anlage kein πλ ΛΟΓΟΤ, ΘΈΑΤ (Grundidee):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anlage ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Anlage ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.