I. ge·bügelt ΡΉΜΑ
gebügelt μετ παρακειμ: bügeln
II. ge·bügelt ΕΠΊΘ αργκ (baff)
- gebügelt
-
- gebügelt
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.