I. be·droh·lich ΕΠΊΘ
- bedrohlich
-
- bedrohlich
-
II. be·droh·lich ΕΠΊΡΡ
- bedrohlich
-
- bedrohlich
-
-
- bedrohlich
-
- bedrohlich
-
- bedrohlich
-
- bedrohlich
-
- bedrohlich
-
- bedrohlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.