στο λεξικό PONS
Ar·beits·frie·den <-s, ohne pl>, Ar·beits·frie·de ΟΥΣ αρσ
Ar·beits·mi·nis·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Arbeitsminister(in)
-
- Arbeitsminister(in)
-
Ar·beits·di·rek·tor(in) <-s, -en; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ar·beit·su·chen·de(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Ar·beits·rich·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Arbeitsrechtler(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Arbeitslosen- und Insolvenzversicherung ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Arbeitskategorie ΟΥΣ θηλ CTRL
Arbeitspriorität ΟΥΣ θηλ CTRL
Arbeitsmarkt ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Arbeitsplatz ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Arbeitszeit ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Normalarbeitszeit ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Arbeitskampf ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Arbeitskosten ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Arbeitsmarktpolitik ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Zeitarbeitsvertrag ΟΥΣ αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Arbeitsstätte (eines Großunternehmens, dezentralisiert und netzgestützt)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.