Zwi·schen·fall <-(e)s, -fälle> ΟΥΣ αρσ
1. Zwischenfall (unerwartetes Ereignis):
- Zwischenfall
-
2. Zwischenfall (Störfall):
- Zwischenfall
-
- Zwischenfall
-
3. Zwischenfall πλ (Ausschreitungen):
- Zwischenfall (schwerwiegend)
-
- ein bedauernswerter Zwischenfall
-
- ein bedauernswürdiger Zwischenfall
-
- unerfreulich Zwischenfall
-
-
- Zwischenfall αρσ <-(e)s, -fälle>
-
- Zwischenfall αρσ <-(e)s, -fälle>
-
- Zwischenfall αρσ <-(e)s, -fälle>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.