Zwi·schen·fall <-(e)s, -fälle> ΟΥΣ αρσ
1. Zwischenfall (unerwartetes Ereignis):
2. Zwischenfall (Störfall):
3. Zwischenfall πλ (Ausschreitungen):
- unerfreulich Zwischenfall
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.