στο λεξικό PONS
Kon·trakt·part·ner(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Op·ti·ons·käu·fer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Optionskäufer(in)
-
Sub·ven·ti·ons·kon·trol·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Op·ti·ons·in·ha·ber(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Fu·si·ons·kon·trol·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Fu·si·ons·kon·troll·or·gan <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Li·qui·da·ti·ons·kon·to <-s, -konten> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Op·ti·ons·kauf ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
De·vi·sen·kon·trakt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Ter·min·kon·trakt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Optionskontrakt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Futures-Kontrakt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Forward-Kontrakt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zinskontrakt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Options-Eta ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Optionsverkäufer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Options-Delta ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Investitionskosten ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.