στο λεξικό PONS
Rechts·ob·jekt <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Spe·ku·la·ti·ons·ob·jekt <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Ver·mie·tungs·ob·jekt ΟΥΣ ουδ
Be·wer·tungs·ob·jekt <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ab·schrei·bungs·ob·jekt <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ob·jekt·klem·me <-, -n> ΟΥΣ θηλ (beim Mikroskop)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Basisobjekt ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Abschreibungsobjekt ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Handelsobjekt ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Investitionsobjekt ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Finanzierungsobjekt ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Beleihungsobjekt ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Geschäftsobjekt ΟΥΣ ουδ ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.