στο λεξικό PONS
I. grie·chisch-or·tho·dox [ˈgri:çɪʃʔɔrtoˈdɔks] ΕΠΊΘ ΘΡΗΣΚ
grie·chisch-rö·misch ΕΠΊΘ ΑΘΛ
Grie·chisch-Ma·ke·do·ni·en <-s> ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
griechische Variable phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- griechische Variable (Sensitivitätskennzahl)
-
-
- griechische Variable θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.