I. or·tho·dox [ɔrtoˈdɔks] ΕΠΊΘ
I. grie·chisch-or·tho·dox [ˈgri:çɪʃʔɔrtoˈdɔks] ΕΠΊΘ ΘΡΗΣΚ
- griechisch-orthodox
- Greek Orthodox
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.